ευδοκουμενως

ευδοκουμενως
    εὐδοκουμένως
    [part. praes. med. к εὐδοκέω См. ευδοκεω] с одобрения
    

(εὐ. τινὴ διεξάξειν τι Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευδοκουμενως" в других словарях:

  • ευδοκουμένως — εὐδοκουμένως (Α) επίρρ. κατ ευχήν, κατά την επιθυμία κάποιου, ικανοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ενεστ. ευδοκούμενος τού ρ. ευδοκούμαι] …   Dictionary of Greek

  • εὐδοκουμένως — εὐδοκέω to be well pleased pres part mp masc acc pl (doric) εὐδοκουμένως satisfactorily indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»